φέρτατος

φέρτατος
φέρτερος, φέρτατος, φέριστος
a comp., better

μηδ' Ὀλυμπίας ἀγῶνα φέρτερον αὐδάσομεν O. 1.7

ἐοικότα γὰρ καὶ τελευτᾷ φερτέρου νόστου τυχεῖν (φερτέρᾳ v. l.) P. 1.35

πεπρωμένον ἦν, φέρτερον πατέρος ἄνακτα γόνον τεκεῖν ποντίαν θεόν I. 8.32

b superl., (φέρτατος, -ον, -ων; -ον nom.: φέριστον nom.)
I of pers., best, matchless

φερτάτων Κρονιδᾶν O. 9.56

γόνον τέ οἱ φέρτατον ἀτίταλλεν N. 3.57

ὁ δ' ὄλβῳ φέρτατος (sc. Ζεύς) N. 10.13

ἄνδωκε δ' αὐτῷ φέρτατος οἰνοδόκον φιάλαν Τελαμών I. 6.39

δεξαμένα τὸν φέρτατον θεῶν (sc. Ζεύς) I. 7.5 φ]έρτατος ἀνθρώπων Πα. 13. b. 5.
II of things, best, finest

λόγων φερτάτων μναμήἰ P. 5.48

ὡς ἀπὸ κρανᾶν φέρτατον ὕδωρ *fr. 104b. 2.* πολύ τοι φέριστον ἀνδρὶ τερπνὸς αἰών fr. 126. 2. add. inf.

τοῦτο δ' ἀμάχανον εὑρεῖν· ὅτι νῦν ἐν καὶ τελευτᾷ φέρτατον ἀνδρὶ τυχεῖν O. 7.26


Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • φέρτατος — bravest masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φέρτατος — άτη, ον, Α (επίθ. υπερθ. βαθμού) 1. (για πρόσ.) ο πιο γενναίος ή αυτός που κατέχει την πιο υψηλή θέση σε μια ιεραρχική τάξη (α. «χερσί τε βίῃφί τε φέρτατοι ἦσαν», Ομ. Οδ. β. «ὁ δ ὄλβῳ φέρτατος ἵκετ ἐς ἐκείνου γενεάν», Πίνδ.) 2. (για πράγμ.) ο πιο …   Dictionary of Greek

  • φερτάτων — φέρτατος bravest fem gen pl φέρτατος bravest masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φέρτατον — φέρτατος bravest masc acc sg φέρτατος bravest neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φέρτερον — φέρτατος bravest masc acc sg φέρτατος bravest neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φερτάτου — φέρτατος bravest masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φερτάτῳ — φέρτατος bravest masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φερτέρη — φέρτατος bravest fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φερτέρου — φέρτατος bravest masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φερτέρους — φέρτατος bravest masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φέρτατα — φέρτατος bravest neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”